|
η хим. белок (растительный), клейковина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белок? — λευκοσίνη как на (ново)греческом будет слово клейковина? — λευκοσίνη как с (ново)греческого переводится слово λευκοσίνη? — белок, клейковина — μύλη — αέναα — μετεωρίτικος — φάσα — διάκονο — φυτευτικός — ξάφνισμα — αρχιφύλακας — θωπευτικά — επιτυχημένος — εγκλωβίζω — χοχλάδι — εγκαθειργνύω — αποκαμωμός — ακρομάζομαι — μονότροπος — εξερευνητής — ψευδοπρόβλημα — ομοιότητα — μισοχώρι — λόφος |
|||