|
η армянский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово армянский язык? — αρμενική как с (ново)греческого переводится слово αρμενική? — армянский язык — μονημερίς — κατακεφαλιά — ευτελής — αρνησιδοξία — αθάρρευτος — ενδοστρεφής — δίκην — γαλβανόμετρο — σέρτικος — αγρονθοκόπητος — καταδικασμένος — αντιβούισμα — πολυπραγμονώ — αρματολικός — ακτιος — κεφαλόσκαλο — σύμμειγμα — σηκωτός — σέλωμα — εξυδάτωσις — κηραλοιφή |
|||