|
ο чертёнок (тж. о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — διαβολάκος как с (ново)греческого переводится слово διαβολάκος? — чертёнок — στρατοκρατικός — ρυτίδωμα — πραγματογνωμοσύνη — πλατυρρημοσύνη — χαλίνωση — σουτάς — καυστικότητα — εγκαινίαση — κολάκευμα — κομματιαστός — οινόφλυξ — προ — ζευγολάτης — ακροσταβία — ευκοσμία — ζωγράφισμα — διανθής — κωδικοποίηση — οκτάγωνο — ασκαντάλιστος — ανασυρτά |
|||