|
сноповязальный; ~ή μηχανή — сноповязалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сноповязальный? — αχυροδετικός как с (ново)греческого переводится слово αχυροδετικός? — сноповязальный — δρυμοβάτης — υπερκεφαλαιοκρατισμός — πεντάλεπτο — ναυπηγείο — συνδρομήτρια — εκχωρητής — αζώγρητος — αντίπους — σουβλί — χυλώδης — απισχνώ — εκπαιδευτικός — τροχάω — ανεπαισθήτως — γαστροκνήμιον — καλοταϊσμένος — συντροφικά — αλαφρόλογος — κυριαρχικός — κρούση — ψελλότητα |
|||