|
η мед. флегмона, воспаление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово флегмона? — φλεγμονή как на (ново)греческом будет слово воспаление? — φλεγμονή как с (ново)греческого переводится слово φλεγμονή? — флегмона, воспаление — αναπαλλοτρίωτος — εφήβαιον — καθάρσιο — εγωισταρού — διαμοιβή — αμφια — βουτηξιά — ενσαρκωμένος — αποτερματίζω — μπαγκαδόρος — γουρουνότριχος — γαμπιέρης — συνημμένο — διμορφία — σειέμαι — υπώρεια — λουσάρω — απαντώ — βάλσαμο — ορθόστητος — ανέφαγος |
|||