|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντεκρεσέντο? — — ιουνιανός — αδιαφιλονείκητος — προφορικός — αλογολάτης — γυμνό — θερίστρια — αμυδρώς — βραστό — παλιόστομα — αποπλέκω — φιλαρμονική — διαδένω — σαβανώνω — κολλεκτιβιστικός — άριστα — φιλάργυρος — παρεθύρι — χοντρόκοκκος — ποτήριον — γουφάρι — αστήθι |
|||