Новогреческий словарь
απάγωτος
απάγωτ|ος
незамёрзший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незамёрзший
? —
απάγωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απάγωτος
? — незамёрзший
#
(ново)греческий словарь
—
κιθαρίστα
—
μεταλλειολόγος
—
ομοσπονδιακός
—
χρυσορράπτρια
—
μονόχρονος
—
στρατεύσιμος
—
ιαπωνιστί
—
γύμναση
—
έναστρος
—
λαϊκίστρια
—
κιβώτιο
—
αποστασία
—
επιγένεσις
—
φρενήρης
—
τζόγια
—
πούστρα
—
βιβλιοδετικά
—
συναπαντώ
—
κορνέττο
—
νατουρμόρτ
—
ξαφνικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве