|
имеющий крестовый свод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий крестовый свод? — σταυροθολοκτισμένος как с (ново)греческого переводится слово σταυροθολοκτισμένος? — имеющий крестовый свод — καλλιτεχνία — συννέφιασμα — χρυσολάτρης — ασημοχρύσαφα — ολολύζω — διοσμαρίνι — ωτολόγος — ακαταβύθιστος — μηλοβόλημα — πολίχνη — κουλουράς — νεράκι — φαντασιοκοπώ — ανθυπομειδίαμα — πατρωναλισμός — παραμέληση — ησυχσστικός — αφύλακτος — λιγομίλητος — σιωπηρά — λιανοκέρι |
|||