Новогреческий словарь
λεία
λεία
η 1)
добыча
;
2)
трофей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добыча
? —
λεία
как на
(ново)греческом
будет слово
трофей
? —
λεία
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεία
? — добыча, трофей
#
(ново)греческий словарь
—
ξαντικός
—
αποθετικός
—
ανεκέφαλος
—
ανακλαδούμαι
—
αγάς
—
καταβοσανίζω
—
κρυφά
—
καπνοβιομήχανος
—
κατεύθυνση
—
αντιστοίχως
—
νοσοκόμα
—
ζουλεύω
—
ανθρωποφάγος
—
καταμούτσουνα
—
ξαγναντεύω
—
αντιεμετικός
—
αναδαμαλισμός
—
τυλιγάδι
—
χειρώνακτας
—
ανεμορρούφουλας
—
δασύς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве