|
оправдательный; ~ή απόφαση — оправдательный приговор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оправдательный? — αθωωτικός как с (ново)греческого переводится слово αθωωτικός? — оправдательный — δοκαρωσιά — ξελέω — μακροθυμία — αποφασίζω — μακρομικρόμετρο — αεροστατική — ρυμουλκημένος — οροθεσία — ναυτομεσίτης — γλιστριά — εβραϊστής — καλοφαγία — ευκολόπιαστος — εδεδώ — εξιλέωση — διακοσμητική — καρυοφύλλι — ορφάνευμα — σιγουρεύω — κακοβλέπω — καθαίρω |
|||