|
лишённый ласки (о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишённый ласки? — ακανάκευτος как с (ново)греческого переводится слово ακανάκευτος? — лишённый ласки — αμεταπούλητος — γλάκι — γιορτιάτικος — αγγειογράφημα — κλιματόβεργα — γηροκόμος — εξαγοράζω — φαρμακευτική — κρυστάλλωμα — βούλομαι — αμάνιωτος — ζήτρα — πλύσιμο — αριός — άφραστος — μπιστεριά — θεϊσμός — πολιτικολογία — γάλλος — ισοπεδωτικός — έξοχα |
|||