|
накожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накожный? — ξώσαρκος как с (ново)греческого переводится слово ξώσαρκος? — накожный — ανακαίω — νωπός — νερό — έκβλητος — αλγεινός — οδοντοκεραμική — κοκκινοτρίχης — πλατοπρόσωπος — αποκηρύχνω — μερκατορικός — αμούδιαστα — αρρενογονικός — μασουλάω — δημοπρατώ — γλύκωση — βυνοσάκχαρο — ανάξεση — μόστρα — κοινωφέλεια — στιλβώνω — αζύγιαστος |
|||