|
η (по) явление; εφάνηκε η ~ του — [phrase]он появился, показался[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово явление? — φανειά как с (ново)греческого переводится слово φανειά? — явление — άνετος — πλασταριά — αλαζόνας — παχύτερος — υποκατάστατος — αβούρκωτος — ικετευτικός — βολιδοφόρος — τραχειίτις — μπαρουταποθήκη — ορθοφωνία — μοιραίνω — ολιγόστευμα — εκτελωνιστικός — πανθεϊστής — ριζοσπαστικά — συσπουδάστρια — προεκλέγω — οσφρητικός — ξυλόστρωτο — επικλίνω |
|||