|
η овод; слепень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овод? — αλογόμυϊα как на (ново)греческом будет слово слепень? — αλογόμυϊα как с (ново)греческого переводится слово αλογόμυϊα? — овод, слепень — μαλλιοτράβηγμα — γυναικοφέρνω — αναδρομικώς — επανάθεση — αυτοδρόμιον — γωνιογνώμων — αρχοντοχωριάτισσα — ακραιφνώς — φούντος — εκδιώκω — ξεφορμάρω — συμφοιτώ — σάρωμα — ακατάβλητος — πτέρωμα — μορφογονία — νηματοειδής — συραγκάθι — αγόμωτος — κριθαράκι — βαμβακοσυλλέκτης |
|||