|
η порнография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово порнография? — πορνογραφία как с (ново)греческого переводится слово πορνογραφία? — порнография — σοφάς — ανάσβολα — παθογνωμονικός — ψωραλέα — χρηματίζω — μικρόκοσμος — αλογιστώ — Αδριανούπολη — γιλέκι — χορτοθεριστικός — κρυσταλλένιος — διανέμω — μονοτυπικός — habit — υψωμός — σιδηροτεχνία — αχάλαστος — ψιθυρίζω — τσαλίμι — αναξηραίνομαι — στείρευσις |
|||