|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ικανώς? — — προελληνικός — αμφισημία — αφωνητί — φρενάρω — μονημερίτικος — βαθύσκιωτος — γερμανοθρεμμένος — διάζωση — μουσοτραφής — κοάξ — προβλεπτικός — εκπωμάτωση — μεσάζων — σαγματοπώλης — αρωματοπώλης — τυλιγαδιάζω — δίλεφτος — σουφρώνω — νυχτολούλουδο — ζευκτήρας — οδοντόκρεμα |
|||