Новогреческий словарь
γνωμοδοτικός
γνωμοδοτικός
консультационный
;
~ή επιτροπή — консультация (учреждение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
консультационный
? —
γνωμοδοτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνωμοδοτικός
? — консультационный
#
(ново)греческий словарь
—
στιλέττο
—
απαρέγκλιτα
—
πυρήνας
—
παρακελευστικός
—
απαζάρευτος
—
ταρτουφισμός
—
ισοζυγιστής
—
αξαρόλητος
—
αυτογένεσις
—
ρωγμή
—
μανδήλιον
—
μάνα
—
θηλυκός
—
ακέδρωτος
—
τσάκα
—
αποπτύω
—
αλλεργιολόγος
—
γόσμα
—
ψευτοζώ
—
απαράδεχτα
—
εκτύλωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,