|
η креветка; === έγινε τό μάτι του ~ — [phrase]у него глаза разгорелись[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креветка? — γαρίδα как с (ново)греческого переводится слово γαρίδα? — креветка — αποκαθαρτήρας — συκομορέα — απελευθερώνομαι — υαλοπίνακας — φωνασκός — αντεισηγητής — λαμπρόσκολα — ανάσχεση — θαμνοειδής — ευκαταφρόνητος — μοναρχικός — αραθυμώ — νοσήλια — εκείσε — πεντακισμύριοι — σκορδαλός — κατακρίνομαι — μονέδα — στανταρτισμός — σύντηγμα — αρχιμαγείρισσα |
|||