|
η финиковая пальма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финиковая пальма? — σαβάλη как с (ново)греческого переводится слово σαβάλη? — финиковая пальма — πρωτομαγειρεύω — λογού — αμαρκάλιστος — λαπαδιάζω — λαρυγγοσκόπία — έναυσις — βουτυροποιείο — ατελώνιστος — ιχθυοπώλης — συμπάθεία — κατενθουσιασμένος — μαρμαρουργός — λογχοπέλεκυς — αξιόμεμπτος — βροντημένος — ξανθομαλλού — κλέφτης — μπριζολίτσα — εξερευνώ — αλγεριακός — Αμερικάνα |
|||