πνευματίστρια

формы словаβ
πνευματίστρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πνευματίστρια? —


χρηματολογώχλωρασιάλύωφροκαλίδιααποζημιωτέοςαβάρετοςυπαλληλίαπροοιωνίζομαιπαραθεριστικόςστόχοςκρασπεδώνωπρωτόγαμοςεγκσρδίωσηταχίνιερέαματαρχάωεβδομαίοςστροφοδίνηγλωσσίδιαναντιστοιχίαχρεμετισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit