Новогреческий словарь
πνευματίστρια
πνευματίστρια
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πνευματίστρια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παιδόπουλο
—
πορνόσπιτο
—
ενδωτοσκόπιον
—
φτερνοκοπώ
—
φακιρισμός
—
βόμβυξ
—
υποτονθορισμός
—
τυροδόχη
—
μαρμαροστρώνω
—
τροποποίηση
—
ανάβρα
—
κυνηγάρικος
—
υπάκουος
—
επανερωτώ
—
ηλιόκαυστο
—
λογοδοτώ
—
αλλόγλωσσος
—
εξαεριστικός
—
παραπλωτήρας
—
θηριομαχία
—
μεθοδιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве