|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πνευματίστρια? — — χρηματολογώ — χλωρασιά — λύω — φροκαλίδια — αποζημιωτέος — αβάρετος — υπαλληλία — προοιωνίζομαι — παραθεριστικός — στόχος — κρασπεδώνω — πρωτόγαμος — εγκσρδίωση — ταχίνι — ερέα — ματαρχάω — εβδομαίος — στροφοδίνη — γλωσσίδι — αναντιστοιχία — χρεμετισμός |
|||