|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διάολος? — — νότιος — ιδιοκτησιακός — συρίκτρα — λεμφοκύτταρο — ανοσοβιολογία — οφειλόμενος — μπούσουλας — τρήση — πεδινός — ανδρίζω — κυανός — λαδομπογιαντίζομαι — σμολτώνω — στρωτός — καμαρώνω — επιτομή — πλασματάκι — κατάρτισμός — χαώδης — ετσιθελισμός — γενεαλογούμαι |
|||