Новогреческий словарь
ψωμοφάγος
ψωμοφάγ|ος
тот(__,__) кто ест много хлеба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто ест много хлеба
? —
ψωμοφάγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψωμοφάγος
? — тот, кто ест много хлеба
#
(ново)греческий словарь
—
μεταμίσθωση
—
συμπληρωματικά
—
κλεπτομανής
—
γλυκοπικρογίνομαι
—
αγλίτωτος
—
είδον
—
βιβάρι
—
αδάμας
—
αρματολίκι
—
αναπιάνω
—
γονατώ
—
εσσάνς
—
πισσώνω
—
συστατικό
—
πανηγυριστής
—
καραϊβικός
—
λιπαντήρας
—
άλοχος
—
μπακιρένιος
—
έπιπλο
—
ανάλλακτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω