|
сахароносный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сахароносный? — σακχαροφόρος как с (ново)греческого переводится слово σακχαροφόρος? — сахароносный — μανταλωτός — βιαιοπραγία — λαμπροφορία — αιστάνομαι — αυτομαγνήτισμός — αυτοκινητικός — κυλινδροπίστονο — κολιαντρίζω — ηθικοπλαστικός — μυωπικός — μειδιώ — αξαρόλητος — έκδηλος — κατής — ζωοειδής — σαγίζω — καλενδούλη — κολλητά — άβαφτος — μεταπολίτευση — διανάπαυση |
|||