|
ο наргиле (курительный прибор) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наргиле? — αργιλές как с (ново)греческого переводится слово αργιλές? — наргиле — ιμαντοκίνητος — συγχορεύτρια — άφατος — φτωχομάγαζο — γαρυφαλέλαιον — σχοινιοειδής — υποκριτής — υπερτερώ — αρμενιστί — άνω — παντζούρι — ορμίδι — αρπιστής — οισοφαγικός — ολόσωμος — πονημάτιον — ψυχοχειρουργική — άστριβος — σαγματοποιία — πέμπω — αλαφροζυγιάζω |
|||