|
(αόρ. κατείδον) видеть; замечать; κατείδον τόν κίνδυνον — [phrase]я увидел опасность[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово видеть? — καθορώ как на (ново)греческом будет слово замечать? — καθορώ как с (ново)греческого переводится слово καθορώ? — видеть, замечать — ψηφοθηρικός — κακονυχτίζω — προγκάω — καρδιοδυναμική — αζεμάτιαστος — συναγώι — υπεραιμία — λιγδιά — υπερχείλιση — ασβεστώνω — ανανεύω — αναρροφητικά — ευμεταποίητος — κρύος — προϋπάντηση — σφυροβολία — ασθμαίνω — αλίζω — κοντοβολεύω — υμνητικά — απόδραση |
|||