|
двугорбый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двугорбый? — δίκυρτος как с (ново)греческого переводится слово δίκυρτος? — двугорбый — ανθρωπίστρια — νεκροφόρος — λιθογόμωση — γομαλάκκα — δενδροκόμος — καληνύχτισμα — καρποφορώ — στρογγυλοπρόσωπη — γραυς — σεγγούνι — μεσόκοπος — κάλος — πριμαντόνα — σερίφης — σύστημα — κουνιέμαι — ωάριο — μηλωτή — μυοκτόνος — εγκάθειρξη — τσιτσίρισμα |
|||