|
ο интервент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интервент? — επεμβασίας как с (ново)греческого переводится слово επεμβασίας? — интервент — ιδίως — δυσφημιστικός — διαβλέπω — ουχί — ξενολατρία — καριοφίλι — λειψανοθήκη — ευφυΐα — αποσκευή — αυτοτραυμοτίζομαι — μελλόνυμφος — αλμυρούτσικος — αδιάνυτος — τρυπανισμός — καβαλαρία — ορθοποδώ — πουσταρέλλι — θρυλούται — φουσκί — παρεκτείνω — σαλάγισμα |
|||