Новогреческий словарь
καρπεύω
καρπεύω
давать плоды, плодоносить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
давать плоды
? —
καρπεύω
как на
(ново)греческом
будет слово
плодоносить
? —
καρπεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρπεύω
? — давать плоды, плодоносить
#
(ново)греческий словарь
—
καθυστερημένα
—
υπονομευτικά
—
ανάστημα
—
ιεροδιάκονος
—
ανακαμπτικός
—
μεροδένδρι
—
ερινεόν
—
αυθυποβολή
—
βιβλιοταξία
—
ομολογιούχος
—
παλιάνθρωπος
—
ζούρα
—
κοασμός
—
αμετάγραπτος
—
ανακρωτηρίαστος
—
ηλεκτρομαγνητισμός
—
καταφιλάω
—
δακνομανία
—
εννεαπλασιασμός
—
κατευφραίνω
—
αχτύπητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,