|
восприимчивый к прививке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восприимчивый к прививке? — εμβολιάσιμος как с (ново)греческого переводится слово εμβολιάσιμος? — восприимчивый к прививке — μελωδός — υπνωτικά — μέγιστα — παραπείθω — κολαστήριο — Τούρκισσα — κέρβερος — ευκολογνώριστος — μιαουρίζω — χολοστεαρόλη — αλεξίφωτον — ορθοπαιδικός — δραματοποιούμαι — διεξέρχομαι — τραγόπαπας — αβράχυντος — τσαλάκωμα — τετράποδο — αρχετυπικός — ανισοκατανομή — σιτοβολώνας |
|||