Новогреческий словарь
γαλακταγωγός
γαλακταγωγός
1)
молочный
;
~οι αδένες — физиол. молочные железы
;
2)
молокогонный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молочный
? —
γαλακταγωγός
как на
(ново)греческом
будет слово
молокогонный
? —
γαλακταγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλακταγωγός
? — молочный, молокогонный
#
(ново)греческий словарь
—
μεσσιανικός
—
ενδοθωράκιος
—
αναθιβάλλω
—
παράσπονδος
—
αναρροθμίζω
—
ιδιαίτατος
—
ψυχασθενής
—
ξελιγοθυμώ
—
μηκωνέλαιον
—
μελισσουργία
—
αγριοκοίταγμα
—
γδυτός
—
νήξη
—
τακτοποιώ
—
παραβολοειδής
—
παταγώδης
—
μικροαστισμός
—
κεφαλοτύρι
—
συμπεφυρμένος
—
παρελκόμενον
—
παθολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве