|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεισματοσύνη? — — αφορμώμαι — ευγονική — αναπλειστηριάζω — αποκορύφωμα — ασεβης — συνδικάτο — ημίκλαστος — εξουσίαση — ντερμπεντέρικος — ταχταρίζω — ελληνολάτρις — διοπτροφόρος — ηδυντικός — μούτρο — εθνόσημο — λουστικά — τεμπέλα — θεϊστικός — ξερρωγιάζω — αριστεύς — ενσυνείδητος |
|||