|
(αόρ. απίσχνανα, παθ. αόρ. απισχνάνθην) иссушать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссушать? — απισχναίνω как с (ново)греческого переводится слово απισχναίνω? — иссушать — βιάζομαι — παντόφλας — φαλτσάρω — σφίγγα — ασωτία — αιώρα — απόγιομα — αναπήνιση — μετημφιεσμένος — ωολέυκωμα — ατριγύριγος — άπεπτος — χρεωκοπία — έγκρυπτος — προσάρμοση — αποστειρωτήρας — χρυσοστολίζω — αλκαλικότητα — παρέμβολον — κακοπέραση — σηρικό |
|||