|
η вязанка, охапка (дров, сучьев и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязанка? — δετή как на (ново)греческом будет слово охапка? — δετή как с (ново)греческого переводится слово δετή? — вязанка, охапка — ευθεία — ένας — θεϊστικός — βραχυδιάστα — ακανθοστεφής — κροκίδι — εκτετμημένος — βασεδώφειος — στερεογραφία — τετανικός — αδάκρυτος — ειπείν — μεσόδομος — διασκεδαστής — εκπνέω — διασφήνωση — απογοητευθείς — πτέρυγα — πρωτόπειρος — εξέδρα — μπόλικος |
|||