|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναχωματώνω? — — διασκέλα — αφιλαρχία — καλαμοκάνισσα — εκποιώ — φέγγω — περιπετειούλα — χαρανί — αγερωχία — δανειοληπτικός — λεμφοφόρος — στρατιωτικοποιημένος — εμμηνόπαυση — χοντρογυναίκα — αμφίβιο — χρηστοήθεια — ακληρία — λοβιτουρατζής — σέσκουλο — τούννέλι — αφομοιωτικότητα — ευρύνω |
|||