|
морфологический, относящийся к морфологии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морфологический? — μορφολογικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к морфологии? — μορφολογικός как с (ново)греческого переводится слово μορφολογικός? — морфологический, относящийся к морфологии — υποσιτίζω — σανδαλοποιείο — στασίασμός — γεροντόκοττα — στύλωση — καπνεργάτης — οκταετηρίδα — διεκπνοή — ξεπροβάλλω — εξανθρακώνω — ανθρωποπλημμύρα — ανενόχλητος — κοιμούμαι — κατάντεμα — ψαλτική — μύστρισμα — νομαδικός — ρετσίνι — κοριάζω — αποχείμωνο — ανωρίς |
|||