|
η шишка на голове (от ушиба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шишка на голове? — καρούμπα как с (ново)греческого переводится слово καρούμπα? — шишка на голове — επανειλημμένος — λαοσωτήριος — κράσος — πληθυσμογράφος — ρύγχος — αναρούσα — άστρωτος — ληνοπατώ — φυσικοθεραπευτής — ματαγίνομαι — προΐστιο — υπερατλαντικός — ένεκα — αναβαπτιζόμενος — ανατρίβω — ξηρίον — τσιτσίδι — απείθεια — ψευδομονάδα — διαχειμάζω — ακανθοβόλος |
|||