|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τετρασύλλαβος? — — υγειονομικός — συναυτουργός — αραδαριά — αναρχίνιστος — υπερβραχύς — φαλάκρωμα — αμπαζούρ — συλημένος — υποπλέω — στειφτός — διστακτικότητα — βροχηδόν — τυραννοκτόνος — εκμισθωτής — εμμανώς — βαρίδι — σχοινοβάτης — περιφλέγω — ζαβώνω — προσδοκώμενος — ξεχύνω |
|||