|
η 1) кормилица; 2) козодой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормилица? — βυζάστρια как на (ново)греческом будет слово козодой? — βυζάστρια как с (ново)греческого переводится слово βυζάστρια? — кормилица, козодой — νοσηλευτικός — επισωρεύω — εξέμπλιον — αργορόλευκος — κενολογώ — λογοστεμένη — τρυγητός — φούχτωμα — δικονομία — φλακή — φαινολογία — μπούνια — εμπότιση — μπέρτα — δετήρας — λιχουδιάρικος — ακαταμάχητο — απογυμνάζω — βαγαποντιά — κολυμβήθρα — ονειροπόλος |
|||