|
ο ист. арматол (вооружённый грек, использовавшийся турками для охраны области, района) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арматол? — αρματολός как с (ново)греческого переводится слово αρματολός? — арматол — επιγαμία — βουστίνα — κανναβόσκοινο — αφιλοτίμητος — ποιόν — εντομοαπωθητικός — χασμώμαι — κιθαρίστρια — μαργέλλι — μακροζωία — κόμμοδος — αποφλεγμαχισμός — ναύλωμα — τευτλοπαραγωγός — σκίαστρον — πολυμορφοπύρηνο — τουμπάνιασμα — αναμορφωτικός — παραβαρώ — αβδελλωκόκκαλο — χρυσωπός |
|||