απρόοπτο

формы словаβ
απρόοπτο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово απρόοπτο? —


καινοτομίααλλοτριόμορφοςαριοδάφνηαγροβιολογίαεπαρχεύωενεργούμενοςμετάγγισμακεράσιανομμένοςμπάτσοςαρχιψεύτηςδείχτωστρογγυλάδααιμοπότιςεκμεταλλεύτριακαϊξήςγερτόςέναστροςερωτάρηςεκσπερμάτοσηζαγαρομάτης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit