ιδρώνω

формы словаβ
ιδρώνω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ιδρώνω? —


δημοσιογράφοςγοτθικόςγούνναρηςοκταήμεροςβλάσφημοςπαραμονεύωματιασμένοςηδυνήθηνηγούμαιναυαγιαιρίακομψογράφοςημισφαίριοπαιδαρέλλιανδραγαθικόςχιονόλυτοναποφορτίζωΑράπισσαεπαρχίαβαρυποινίτικοςδήμεψηάκαπνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit