|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πηγμένος? — — πορτιέρης — οσμηρός — αποξηλώνω — νεφόκαμμα — ελαιουργία — δόνηση — δευτεριάτικος — παλαιοελλαδίτισσα — αποκοιμάμαι — συνεργείο — κότσυφας — νεόβγαλτος — επιφορτίζω — αποφράσσω — ζευγαρωτός — καμαριέρα — γρύ — πορνεύομαι — ολβιότης — δολοφονία — στια |
|||