|
румынский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово румынский? — ρουμανικός как с (ново)греческого переводится слово ρουμανικός? — румынский — σάλα — χυτοσιδηρούς — υαλόχρους — ωφέλεια — ξυσμούρα — αγριοκάτσικο — προσεκτικός — ποικιλτής — βαγαπόντισσα — αζάλωτος — αποδάσωση — εγκόσμιος — γαριδούλα — δείλη — κρυφομίλητό — ιχνογραφνκή — ξάλεσμα — γέρα — γυμναστής — ρωμαίϊκος — σελίδωση |
|||