|
η 1) перила; 2) ручка (чего-либо) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перила? — χειρολαβή как на (ново)греческом будет слово ручка? — χειρολαβή как с (ново)греческого переводится слово χειρολαβή? — перила, ручка — κατατρεγμός — φρονιμίτης — λισγάρι — ευήλιος — φαγεί — υπουργώ — ξέρραμμα — εκηβόλος — μπακαλιαράκι — ανθρωποκεντρισμός — κομμουνιστικός — αργοσάλευτος — σπαζοκεφαλιάζω — ξεπηδώ — προσβεβλημένος — προεόρτιος — λοκόπερδον — μίσανδρος — ωτολογία — τοιχοδόμος — μαντική |
|||