|
топить (в море) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово топить? — θαλασσοπνίγω как с (ново)греческого переводится слово θαλασσοπνίγω? — топить — επίμοχθος — ναρκομανής — μηδέ — επίτμηση — υδροστατική — δικάταρτο — επιτάχυνση — ανευφήμηση — διπλοσήμαντος — μακροχρονίζω — μωαμεθανισμός — λειμώνιος — ένταλμα — αριολόγι — πτερνοκόπημα — ρέω — ανετος — φτωχοποιώ — εντόπιση — επαναδραστηριοποιώ — πολίτισσα |
|||