|
(αόρ. εμοντάρισα и (ε)μόνταρα ) монтировать, собирать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монтировать? — μοντάρω как на (ново)греческом будет слово собирать? — μοντάρω как с (ново)греческого переводится слово μοντάρω? — монтировать, собирать — όνειος — μαγιόλικα — κοντήτερα — ανταλλακτικός — έπακρο — υπόκρουση — σφάλισμα — μπασταρδεύω — ακαύχητος — κουβερτίτσα — επαναγωγή — δαφνοστολίζω — προμεσημβρινός — περιπολικός — προλαβαίνω — απόρριμμα — εθνόσημο — λιθοδόμημα — τυποκλοπώ — κιοτής — πόκερ |
|||