|
(-ακός) η 1) горсть; 2) кучка, горстка; μιά ~ ηρώων — горстка героев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горсть? — δράξ как на (ново)греческом будет слово кучка? — δράξ как на (ново)греческом будет слово горстка? — δράξ как с (ново)греческого переводится слово δράξ? — горсть, кучка, горстка — οκτωβριανός — καλογερόπαιδο — δεινός — κακόμοιρος — σελιδαρίθμηση — εννεαπλασίαση — μακρήγορος — ψυχολογοκρατία — αμαγγάνιστος — προστιμάρω — μπαταρία — ταπετσάρισμα — θερμοδυναμική — κρυολογώ — ιατροδικαστική — πωρόλιθος — γονάτιο — αφιλοκαλία — ενεργούμενος — ευκολογέλαστος — σιδηροκατασκευή |
|||