|
расковывать (лошадь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расковывать? — εκπεταλώνοι как с (ново)греческого переводится слово εκπεταλώνοι? — расковывать — λιγνεύω — φιλανθρωπισμός — ακοκκίνιστος — λάχνη — διαγνωστικός — στυφάδα — μετζοτίντο — διδάκτορας — αγουροθερίζω — προκομμένος — ανεμόπληκτος — χαρτί — αυξομειώ — αντιπροοδευτικός — καλούπι — σούζο — αγριαρακά — ηλεκτρομέταλλα — εισβάλλω — πατρογονικά — ψευδοπροφήτης |
|||