|
1) коллекционерский; 2) тех. коллекторный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллекционерский? — συλλεκτικός как на (ново)греческом будет слово коллекторный? — συλλεκτικός как с (ново)греческого переводится слово συλλεκτικός? — коллекционерский, коллекторный — γαλάνι — βυζάκι — ανεφοδίαστος — ξηροκαμπία — παινούμαι — διαδρομεύω — στατήρας — μπόλικος — αναξιόπιστος — μπουγαδοκλέφτης — δοκιμαστής — ανατριψιθεραπεία — αποκάθαρση — καταπιέστρια — πορνογράφημα — δραστικός — αριά — αρτοδοτώ — σφόδρα — χιλιετής — ευαρέστηση |
|||