|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κνικάτος? — — ανθυπομειδιώ — πιστάκη — ψί — στανταρτοποίηση — αλίγδιαστος — ιππέας — γκεζερζω — φρενοβλάβεια — διλετταντισμός — ασπούδαχτος — αρχιμαλάκας — διόδευσις — αλληλοδιάδοχος — καλτσόν — εμφραγματικός — κατουρημένα — θηλύκι — στυτικός — γιουχαϊσμός — βλαχοδήμαρχος — φρεγάτα |
|||